Αυγή ήταν κι απόκαμε, νυχτιά ήταν κι εσώθη,
μα το παντέρμο μου κορμί αναπαημό δεν νιώθει.
Τι μάγια απερινόητα, τι ξόρκια του ’χεις κάνει
και τι γητειές που ο λογισμός τ’ ανθρώπου δεν τις βάνει.
Εσύ φεγγάρι ολόγιομο κι εγώ μοναχαηδόνι.
Υμνώ την ομορφάδα σου, μα εσύ μ’ αφήνεις μόνη
με τις κεντιές του Έρωντα να στήνω μαύρη αμάχη,
να μην κατέχω θάνατος ή ζήση αν θα μου λάχει.
Καλώ σε να φανερωθείς κι ας θαμπωθώ απ’ το φως σου.
Φυλακωμένη, ανήλιαγη πως με κρατά ο καημός σου.
Κι εσύ παρφουμαρίζεσαι, βγαίνεις και σεργιανίζεις
στις περαντζάδες τ’ ουρανού, για να με διαολίζεις.
Σ’ αρχόντους δεν γονάτισα, δεν έγινα τσιράκι
του πλούτου που κανοναρχεί της εξουσίας το δοιάκι.
Χαϊνης πάντα πόριζα στις εσχατιές του κόσμου,
μα εσένα συνταράζομαι να σε ξανοίγω εντός μου.
Τους αρχαγγέλους μάρτυρες καλώ και τους προφήτες
να σκάψουνε ασκηταριό σιμά στους Δροσουλίτες.
Ξαρμάτωτη να μένω εκεί κι άγρυπνη ν’ ανημένω,
γιατί σιμά σου δεν μπορώ και χώρια σου πεθαίνω.