Ξεκίνησε νύχτα. Το σκοτάδι φορούσε τούλι χαλκοπράσινο, κεντημένο με γρανιτένια, ατίθασα άστρα. Όλα ψιθύριζαν ακατάληπτες προσευχές. Ήθελε τόσο να τις αποκρυπτογραφήσει. Έστηνε δόκανα στις λέξεις. Με μια παιδιάστικη επιμονή τις παραφύλαγε. Μα εκείνη την ύστατη στιγμή της περιούσιας άρθρωσης γίνονταν έπεα πτερόεντα και χάνονταν.
Περπατούσε ενδεδυμένος την εγκαρτέρηση. Κάθε του βήμα ένα σκάλισμα σε αλαβάστρινο αμφορέα. Κάθε του ανάσα ένα λάκτισμα αποσταμένου ελαφιού. Μία σχεδόν υδάτινη σκιά τον περιέβαλε. Οπτασία δακρύων, μπορεί και σύννεφο που αυτομόλησε από ανέφικτο ουρανό. Ποιος θα μπορούσε να το πει με βεβαιότητα;
Δεν είχε δρόμο το σκοτάδι. Μόνο προσταγή. Να εισχωρήσεις στο λαβύρινθό του, να μιανθείς. Ένας προορισμός απρόβλεπτος, αβεβήλωτος και ασχημάτιστος εις τον αιώνα τον άπαντα. Κανένα τέρας πεινασμένο δεν τον στοίχειωνε. Κανένα πάθος αχαλίνωτο. Μόνο σιωπή. Η επιβλητική ασάφεια του τόπου που δεν χρειάζεται κάτι να υποσχεθεί. Γιατί σ’ αφήνει μονάχο κι ελεύθερο να επιλέξεις. Θες ευκολίες; Γίνεται παιχνίδι εξερεύνησης. Θες θεωρίες; Γίνεται αγνωστικισμός. Θες λογική; Γίνεται πραγματογνωμοσύνη. Θες γοητεία; Γίνεται αποκρυφισμός. Θες τραγωδία; Γίνεται αδιέξοδο.
Βάδιζε σαν να ιστορούσε. Ψηλαφώντας οιωνούς από γοργονολέπια κι αμμωνίτες μύστες. Ποσειδωνίες νεράιδες κι αναδυόμενα φωτογενή εξαπτέρυγα. Σπείρες γυμνόστηθες ερωτιδέων, πληγές σαν χαρακιές απ’ τις οπλές του Πήγασου. Τότε το είδε. Πήλινα χείλη, ταπεινά μα πολυφίλητα. Συγκοινωνούντα δοχεία για να κυλήσει η δίψα χιλιετιών. Κρύπτη λιτή, ακριβοθώρητη, απ’ όπου Μυρμιδόνες, Μύριοι και Μυροφόρες ποιος ξέρει ποιου αγώνα βαλσαμόλαδο κι αμίλητο νερό εκστατικοί κοινώνησαν. ‘Εσκυψε, προσκύνησε. Ήταν μόνο ένα ξεχασμένο όστρακο. Κι όμως. Συντρόφευε επάξια την απλωσιά του κόσμου. Ο λαβύρινθος μπορούσε να περιμένει.
Όστρακο ερυθρόμορφου αγγείου με δυο μορφές που πιθανότατα παριστάνουν την Δανάη με τον Περσέα. Αρχαιολογικό Μουσείο Ήλιδας.