Σεπτέμβρης

Καμία όρεξη δεν είχα φέτος ν’ αφήσω την ξωμεριά μου, τ’ αμπελάκι στους ηλιοκαμένους τρόχαλους και το λιόφυτο στους αναβαθμούς κάτω απ’ το φρύδι τ’ ουρανού και να ’ρθω να σας βρω. Το παξιμάδι με το ξύγαλο κολάτσιζα. Με μια ολιά ρακί στο φυσητό γυαλί την Αγία Υπομονή εδόξαζα. Και πράμα άλλο δεν ήθελα. Παρέκει οι αίγες μου και τα τραγιά κουτούρντιζαν ευτυχισμένα. Έπιανα το δοξάρι με τα γερακοκούδουνα και παράβγαινα στα ίσα τον Ορφέα και τον μαστρο-Απόλλωνα. Κι από κοντά οι αρχοντάρηδες οι τζίτζικες δίχως αναπαμό μ’ ακομπανιάρανε. Μα φαγωθήκατε του λόγου σας στα καταγώγια σας τ’ ανήλιαγα να με καταχωνιάσετε. Έλα Σεπτέμβρη εσύ, αυστηρέ, ντελικανή. Δος μας να καταλάβουμε πως πάνε πια του θέρους τα ρέμπελα ψωμιά, τα φάγαμε. Ούτ’ ένα ψίχουλο αλαφροπερπατησιάς δεν σώθηκε.

Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν στάθηκα ανέμελος. Πάντα στην τσίλια, σαν τον Ακρίτη καπετάνιο πορευόμουνα. Στα κράσπεδα των φόβων και των ερώτων σας κουκούβιζα και την κατάλληλη στιγμή για να φανερωθώ ανέμενα.

Του λόγου μου το νέο έτος ξεκινώ, μην ξεγελιέστε απ’ τ’ αγοραία, τα τετριμμένα, τ’ άνοστα. Την εμπασιά της στο βίο σας η Ίνδικτος επάνω στα δικά μου χνάρια επιχειρεί. Σαν με γρικούν να κοντοζυγώνω, στις σκοτεινές βραγιές φιλότιμα οι σπόροι αναθαρρεύουν. Μα τις γιορτάδες και τα πανηγύρια εγώ δεν τα λιμπίζομαι. Και δεν σκαμπάζω από φιοριτούρες και καμώματα. Το χρέος μου ντρέτα κι απλά να πράξω επιθυμώ. Στα πατητήρια στοχασμούς καινούργιους προσκαλώ. Να ζυμωθούν με τις παλιές γραφές, να πιουν και ν’ αντρειέψουν. Καρσιλαμάδες, τσάμικους και πυρρίχιους να χορέψουν.

Ξανοίγετε πως σας θωρώ; Εγώ δεν αστειεύομαι. Με το τσαπί και το κοντύλι από αμούστακο φυντάνι αναμετρήθηκα. Διπλό πελέκι είχε φωλιάσει στο ζωνάρι μου. Κι είναι πουλάκι ασίκικο η φύτρα μου στου Χρόνου τον τροχό. Ξοπίσω καλοκαίρια, εμπρός χειμώνες και στη μέση εγώ. Και να ’θελα, δεν είναι μπορετό να ξεχαστώ. Στενάζει η γης, ριγά και τ’ άπιαστο νερό. Κι η τραμουντάνα με κρατάει στον αφρό. Σεπτέμβρης με τα όλα μου είμ’ εγώ. Ήρθα, λοιπόν. Ανοίξτε το λογαριασμό.