Στη φετινή την τάξη μας
κλείσαμε ένα μήνα
και νιώθω πως ισορροπώ
στ’ οδοντικό το νήμα.
Χύμα στο κύμα τα σχολειά,
σπασμένο κομπολόι,
μα η κυρά Νίκη κόπτεται,
πως λειτουργούν ρολόι.
Στου φθινοπώρου τα μισά,
Οκτώβριο του ΟΧΙ,
τις καθαρίστριες ψάχνουμε
ακόμη με απόχη.
Στις μάσκες που μας έστειλαν,
της πανδημίας μεσούσης,
χωρά ο Γιαννάκης, ο Ζορό
και ο Μπάρμπα Μυτούσης.
Μονάχη στ’ ολοήμερο
και αν λιγοθυμήσω,
σχώρα με, κυρά Νίκη μου,
δεν θα σε ειδοποιήσω.
Κάθε μας μέρα παίζουμε
τους επιδημιολόγους,
τους ψυχολόγους, τους γιατρούς,
διασώστες κι αστυνόμους.
Κάναμε κι άσκηση σεισμού.
Έτοιμοι ἐσμέν για όλα!
Καιρός να μας μοιράσετε
και οπλοπολυβόλα.
Σαν να μην έφταναν αυτά
τ’ άγχη, η ταλαιπωρία,
μας βάλαν και διαγώνισμα
S.O.S. γραφειοκρατία.
Σημείωνε ποιος έβηξε,
ποιον άγγιξε η Βιόλα,
αν σάλιωσαν το δάχτυλο,
ο Μίμης και η Λόλα.
Στην αίθουσα καθόμαστε
πολύ συνωστισμένοι
και τα σποτάκια του ιού
βλέπουμε σαστισμένοι.
Αν κάποιος κάνει εμετό,
αν πυρετό ανεβάσει,
μες στην κουζίνα εισάγεται,
ώσπου να του περάσει.
Κι έχουμε πάντα ένα γονιό,
απέξω από την πόρτα,
σαν τον μεσιέ τον Πουαρό,
κρυμμένο μες τα χόρτα.
Τη Μαίρη Παναγιωταρά
την έχω φιλενάδα.
Μαζί νοικοκυρεύουμε
την έρμη την Ελλάδα.
Την Τρίτη ονειρεύτηκα
πως φόραγα γαλόνια
και τα στραβάδια της ΕΜΑΚ
μου έκαναν καψόνια.
Βοήθα, Παναγίτσα μου,
να βγάλω αυτόν το χρόνο.
Για δασκαλίκι δεν το λες,
το ζόρι που βιώνω.
Εμένα κάντε σήριαλ:
οι Μέλισσες οι Άγριες
γατάκια είναι γάλακτος
μπρος στις δικές μου βάρδιες.