Ο δεκαπεντασύλλαβος του Αιγέα

Στου βράχου τ’ ακροφτέρουγο επόπτευες ολόρθος
και του πελάγου ο αχός γλυκόλαλος σαν όρθρος.
Στο στέρνο σου φωλιάζανε πανώρια αλμυροπούλια,
της δύσης ο αυγερινός, τσ’ ανατολής η πούλια.

Κι όταν ικέτης άπλωνες τα χέρια σαν κατάρτια,
λευκή παντιέρα γύρευες, ποτέ συγχωροχάρτια.
Το κάτεχες, το ένιωσες βαθιά ως το μεδούλι
θνητοί πως λογαριάζονται κι αφεντικά και δούλοι.

Σ’ αγνάντευα στα κύματα νεφοσκεπή κι ωραίο,
να καρτερείς αφύλαχτος το σήμα το μοιραίο.
Ψιλοκουβέντα έπιανες με τρίτωνες, κοράλλια,
φιλέματα στης Αττικής τα ρόδιν’ ακρογιάλια.

Ω κύρη και γεννήτορα εσύ των λογισμών μου,
που έθρεψες κι αβγάτισες τους μύθους των παιδιών μου,
να πέμψεις, σε εκλιπαρώ, ξανά τη συμβουλή σου,
γιατί παρασκοτίστηκε κι αγρίεψ’ η φυλή σου.

Φουρτούνα μπλάβα, αλλιώτικη στον κόσμο ξεσπαθώνει,
τα δάκρυα περίσσεψαν, το φως τ’ ανθρώπου σώνει.
Για τούτο, Αιγέα μου σοφέ, που σπούδασες τον πόνο,
τον τρόπο πάλι δείξε μας να μη θρηνούμε μόνο.

Να μην παραλογιάζουμε, μα να ορθοφρονούμε
και με αλάνθαστη καρδιά το δρόμο μας να βρούμε.
Θυσία να μη χρειαστεί να γίνουμε στη Μοίρα.
Σαν άλλοτε ολόφωτοι να βγαίνουμε στη γύρα.

Της ζήσης μας τ’ αντίδωρο να μην περιφρονούμε,
μες στον αγώνα τον καλό να μη βαρυγκωμούμε.
Κι όταν συναπαντήσουμε το Σκοτεινό Βαρκάρη,
να μας κοιτάξει και να πει: Καλώς το Παλικάρι!