Κι εσύ στο χώμα καρτερούσες
Σώμα χυτό, σπαρταριστό
Σεμνές πτυχώσεις μιας αέναης καλλιέπειας
Λιτής κι αμάραντης παρά τους χείμαρρους κομμούς
Και τους απόκρημνους νεφοσκεπείς αιώνες
Με πρόσωπο αγνοούμενο μ’ ακαταμάχητα ιλαρό
Σαν να μη νίφτηκε ποτέ με ανθρωπίλα
Κι εγώ στο χώμα καρτερώ
Φύτρας παράξενης καρπός μαραγκιασμένος
Παιδίσκη δάσος και κοράσι ποταμός
Νύφη βυθός, γριά γυναίκα δίχως μύθο
Ίσως μια μέρα με λιακάδα ή καταχνιά
Ένα τσαπί τη νάρκωσή μου να ταράξει
Κι ο ρυθμικός του ανασασμός ν’ αντιλαλήσει
Μπορεί κατάστηθα σε σάρκα αιχμηρή
Μπορεί και ξώφαλτσα στις δίπλες του ιματίου
Και τότε ο τυφλός αοιδός να δικαιωθεί
Εκειός που μάντευε δεινά πως με προσμένουν
Γιατί δεν είναι ο Χάρος που μας παίρνει τη ζωή
Είμαστε εμείς που γυροφέρνουμε τον Άδη
Και στ’ άγριο φως δρέπουμε νάρδους και σκοτάδι.