Ήτανε λέει μια φορά
ένα πλατύ αλώνι
κι εκεί συναπαντήθηκαν
ο Άμλετ κι η Αντιγόνη.
«Να ζει κανείς ή να μη ζει;»,
τη ρώτησε εκείνος.
Και φέγγιζε η χλωμάδα του
σαν μαραμένος κρίνος.
«Απάντησέ μου», επέμεινε.
«Σκοτείνιασε στη ντάπια.
Όλα φαντάζουν γύρω μου
διαγουμισμένα, σάπια.
Ό,τι είχα μου το άρπαξαν
τα πάθη κι οι εξουσίες
και στο σπαθί μου χρέωσαν
δικές τους αμαρτίες.
Να γαληνέψω δεν μπορώ,
την κεφαλή να κλίνω.
Όπου σταθώ κι όπου βρεθώ
αψύ φαρμάκι πίνω».
Μα η κόρη δεν απάντησε,
πικρά τον μελετούσε.
Κάθε ριπή στο βλέμμα του
τον άντρα μαρτυρούσε.
Το χέρι μόνο το δεξί
έτεινε αργά μπροστά του
να πάρει εκείνη τη σκιά
που έζωνε την καρδιά του.
Κι ως έπεφτε στ’ ακρόπρωρα
των καραβιών το δείλι,
κεντριά φλογάτα πλήγωναν
τ’ αλάβαστρά της χείλη.
Όσα δεν του ’πε με φωνή,
τα φώναζε το σώμα.
Αυτό που μόνο αγκάλιαζε
και τους εχθρούς του ακόμα.
Και κόχλαζε κι υπέμενε
κι ικέτευε τ’ αστέρια
για να σιγάσουν τα θεριά,
να λείψουν τα μαχαίρια.
Γιατί είναι νομοτέλεια
στ’ ανθρώπινο μαγκάλι
η Αντιγόνη ν’ αγαπά
κι ο Άμλετ ν’ αμφιβάλλει.
27 Μαρτίου, Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου
Χάρτινο θέατρο από τη συλλογή του Μουσείου Παιχνιδιών Μπενάκη