Σκιρτάει αποξεχασμένο στη γρανιτένια ρωγμή
Δείχνει να χαμογελά γιατί έτσι απαιτεί το χρέος
Ποτέ δεν ανήκε στην καθομιλουμένη
Η ρίζα του ανδρώνεται στη μοναξιά
Απ’ τους μαστούς ενός θαλασσομάχου κοινώνησε τη φουρτούνα και την άπνοια
Δεν του εγγυήθηκε κανείς ποτέ για τη συνέχεια
Μπορεί να ζήσει τον άθλο της καρποφορίας
Μπορεί να μαραθεί πριν ξεφτερώσει
Μα όσο αντέχει, την όψη στρέφει προς το γλαυκό επιστύλιο
Σπουδάζει τα κατατόπια των αγγελοκρουσμένων
Περαματίζοντας το μεσοφόρι της υπομονής
Υποδέχεται στωικά τα ραπίσματα των καλοζωισμένων
Έχοντας προ πολλού πάψει ν’ αναρωτιέται «γιατί εγώ, Κύριε;»
Απαλά βυθίζεται στη σιγαλιά
Επιζώντας με ή χωρίς αγκαλιά
Αυτό το ταπεινό ανθάκι των βράχων
Των βράχων που τους είπαν Συμπληγάδες
Και μόνο αν θέλουν οι θεοί και οι μοίρες τους διαβαίνεις
Ως αθώα περιστερά, μ’ ελαφρώς τσακισμένη την ουρά
Αυτό το ελάχιστο, παραμικρό ανθάκι
Η καρδιά μου