Ο κύριος Διδακτισμός
είναι ένας δράκος φοβερός!
Σαν πάω να μπω μέσα στην τάξη,
ευθύς χυμάει να μ’ αρπάξει.
Έχει κεραίες υψωμένες
και δυο χερούκλες απλωμένες.
Στ’ αυτιά του κρέμονται κουδούνια.
Ποτέ δεν έχει κάνει κούνια.
Ψηλός πολύ, ως το ταβάνι,
παιδάκια στον αέρα πιάνει.
Στο μέτωπό του γράφει ΠΡΕΠΕΙ
κι απ’ τον ποπό το λάθος βλέπει.
Το πρόγραμμα έχει για θεό του
και λατρεμένο υπήκοό του.
Αν σου ξεφύγει μια τελεία,
σε βάζει αμέσως τιμωρία.
– Που ’ναι το σοβαρό σου ύφος;
Δεν είσαι εσύ δασκάλα-μύθος.
Πας στο σχολείο με τζινάκι
κι όχι με φίνο ταγιεράκι.
Δεν έχεις δάχτυλο υψωμένο,
πρόσωπο λίγο ξινισμένο.
Αστειεύεσαι και χαχανίζεις.
Ντροπή σου! Πως δεν κοκκινίζεις!
Δεν κουβαλάς φωτοτυπίες.
Πως θα διδάξεις; Με εικασίες;
Το εποπτικό το υλικό σου
θαρρείς χωράει στο μυαλό σου;
Ν’ αποστηθίσουν τα βιβλία
μη χάνεις ούτε μια ευκαιρία.
Τους μαθητές τάισε γνώση,
ώσπου το σίδερο να λιώσει.
– Αχ κύριε Διδακτισμέ μου,
λυπήσου με και άφησέ μου
ένα χαρτί λευκό και άδειο
να ’χω αποκούμπι και απάγκιο.
Μη με σταυρώνεις, δώσε χάρη.
Δεν είμαι η ήρα μες στο στάρι.
Μα μια ταλαίπωρη δασκάλα
μες στου Λαβύρινθου τη σάλα.
Από παντού με κυνηγούνε.
Ό,τι κι αν κάνω, θα μου πούνε
πως καταρρέει η κοινωνία
και φταίει για όλα η παιδεία!
Πως είμαι ανεπαρκής, λιμνάζω
και στο ζουμί μου όλο βράζω.
Πως δεν γνωρίζω να διδάσκω
και διδαγμένη να γηράσκω.
Πως χάλασε η λογοτεχνία
όταν εισήλθε στα σχολεία,
γιατί τη μόλυνα η καημένη!
Τι άλλο πια να πάθει μένει;
Αχ δράκε μου, Διδακτισμέ μου,
ευχή, κατάρα, αφορισμέ μου,
δεν έχω πια άλλο κουράγιο.
Σκούνα θα χτίσω στο καρνάγιο.
Κι εκεί με μια άγκυρα ζωσμένη
μόνη κι απ’ όλους ξεχασμένη
θα αφεθώ πάνω στο κύμα
να ταξιδέψω σ’ ένα ποίημα.