Όταν πενθώ τ’ ανθρώπινα,
σφαλίζω κάθε οθόνη.
Τα όρη παίρνω, τα βουνά,
να βρω το κουφαηδόνι.
Ξέρει εκείνο να μου πει
χρησμούς και παραμύθια,
να γιάνουν όλες οι πληγές
που μου κεντά η αλήθεια.
Μόνο ψηλά κι απόμερα,
στα πράσινα λαγκάδια,
απάγκιο βρίσκω τη στιγμή
που όλα μοιάζουν άδεια.
Άνεμος πνέει λεύτερος
από θυμούς και πάθη
κι ακόμη κι ο αγριόβατος
γλυκό έχει τ’ αγκάθι.
Στέκω στο χείλος του γκρεμού
εκεί που παίζει η Μοίρα
και λέω είμαι ακόμη εδώ,
ζωή δεν σ’ αποπήρα.
Φωτογραφία: Χρήστος Βλάχος