Ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο. Τον κοίταξε με τις δύο ολοστρόγγυλες λιμνούλες αθωότητας αφύλακτες. Είχε στη στιλπνή ακούραστη ράχη σχεδιασμένους παλιούς ναυτικούς χάρτες του σεβαστού προγόνου της Πρωτέα. Τα πτερύγιά της στολισμένα με τα παράσημα της αέναης περιπλάνησης. Δεν τη χωρούσε το απόμερο καταφύγιο, η σπηλιά της. Έτσι που τα έφερε η ζωή, γνώρισε τους ανθρώπους από πολύ κοντά. Αφέθηκε, εμπιστεύτηκε. Τουφέκι και καμάκι δεν ήξερε τι θα πει. Ήξερε απέξω κι ανακατωτά μόνο τον ήλιο, τα γελαστά παιχνίδια των Νηρηίδων και το διάφανο, αλμυρό νερό.
Κάποτε, όταν ήταν μωρό, ένας κυκλώνας χορευταράς την «έκλεψε» από τη στοργική της τη μαμά. Ένας καλός ψαράς την βρήκε να λιμοκτονεί σε μία παραλία της Φολεγάνδρου και ειδοποίησε τους ειδικούς. Της έδωσαν τ’ όνομά του. Χέρια αγαπητικά, με γνώση κι εμπειρία, την βοήθησαν ν’ ανακτήσει τις δυνάμεις της. Την γιάτρεψαν, την τάισαν, την μεγάλωσαν. Διέφυγε τον κίνδυνο, κέρδισε την επιβίωση πλάι στους συμμάχους της. Πρόσεχαν πολύ να μην αποκτήσει οικειότητα με τους ανθρώπους γενικά. Τηρούσαν τα πρωτόκολλα ευλαβικά. Ξόδεψαν χρόνο, ενέργεια, χρήματα που δύσκολα βρίσκονταν για τέτοιες «πολυτέλειες». Έζησαν αγωνίες μαζί της αλλά και κρυφές χαρές. Κι όταν ένιωσαν πως είναι έτοιμη, πως είναι δυνατή, πως είναι ικανή να ζήσει τη ζωή της φυσιολογικά, την ελευθέρωσαν στης Αλοννήσου τα φιλόξενα νερά.
Μα αυτή η νεαρή αρσενική φώκια, ο «Κωστής», είχε το δικό της χαρακτήρα. Δεν γύρευε τις μεγάλες μοναξιές στις απόκρημνες θαλασσινές σπηλιές. Ήθελε βουτιές πλάι σε κατάπληκτους κολυμβητές, ήθελε παιδικές φωνές να της χαϊδεύουν τα αυτιά -κοίτα, κοίτα, μια φώκια, μαμά!». Ήθελε αλισβερίσια με τους ντόπιους και τους τουρίστες χαρωπά, ήθελε ξάπλες σε καυτές απ’ το λιοπύρι κουπαστές.
Αυτός ήταν ο «Κωστής», μια νεαρή φώκια, αρσενική. Ένας άνθρωπος την έσωσε. Της έδωσαν τ’ όνομά του. Και κάποιος άλλος, τι είδους «άνθρωπος» αλήθεια…της πήρε για πάντα τη ζωή με τη σκληρή καρδιά του.