Απ’ όλους μου τους έρωτες
τον Αύγουστο φοβάμαι,
γιατί με κάνει να ποθώ
ό,τι ποτέ δεν θα ’μαι.
Βάζει στις νύχτες μου φωτιά,
τις μέρες πλημμυρίζει,
μ’ όσα η ψυχή μου λαχταρά,
μα δεν βαστά να ορίζει.
Μπήγει στα μάτια μου φευγιό,
στο στέρνο μου μαράζι
και μ’ όνειρα απερίσκεπτα
τη ζήση μου ταράζει.
Τα πρέπει δεν τα σκέφτεται,
τα θέλω περγελάει
κι ούτε θεό, ούτε δαίμονα
ποτέ του προσκυνάει.
Δεν κάνει ούτε για δουλειά,
δεν κάνει και για σπίτι.
Χαϊνης παίρνει τα βουνά,
παρέα μ’ έναν πετρίτη.
Του γράφω να με λυπηθεί,
να μη με πιλατεύει.
Μ’ αυτός χορεύει απτάλικο,
κι όλο μπελά γυρεύει.
Βοήθα, Παναγίτσα μου,
μήπως και τον μερέψω
και σαν φανεί ο Σεπτέμβριος
πάλι να φρονιμέψω.