Ανθρώπινα σαν βάδιζε
τον έπιανε φαγούρα.
Τα δύσκολα γουστάριζε,
μα όχι για φιγούρα.
Χαμοπετούσε σαν πουλί.
Μέσα του φως και μουσική.
Τον πρόσεξαν κάποια στιγμή
μάτια καλών δασκάλων.
Τα άλματα που έκανε
δεν ήταν σαν των άλλων.
Αν έχεις αύρα μαγική,
μαγγιώρο θες προπονητή.
Εκείνος δεν χαμπάριζε
πιέσεις, παρακάλια.
Μα όταν το πήρε στα ζεστά,
βροχή ήρθαν τα μετάλλια.
Τι αξία έχει να νικάς,
αν δεν μπορείς να το γλεντάς;
Ώσπου στα 23 του
χτύπησε Ολυμπιάδα.
Για χάρη του ξαγρύπνησε
ολόκληρη η Ελλάδα.
Τον έλιωνε η προσπάθεια
κι ας έμοιαζε μ’ απάθεια.
Έσκασε μύτη στο τερέν
μ’ ολύμπια αταραξία.
Ο Τζέιμς Μποντ του Κόνερι
δεν πιάνει εμπρός του μία.
Πολλοί μοστράρουν τα γυαλιά.
Λίγοι στο χώμα τη γροθιά.
Ήταν αγώνας δύσκολος
δίπλα στα μεγαθήρια.
Μ’ αυτός ονειρευότανε
φραπέ στ’ αποδυτήρια.
Ένα παιχνίδι είναι μόνο.
Θα δώσεις ή θα πάρεις πόνο.
Βολίδα προσγειώνεται
στης άμμου τη λακκούβα.
Το Τόκιο μένει άφωνο
και κόκαλο η Κούβα.
Αστράψανε τα μάνγκα,
γεια σου, βρε Μίλτο, μάγκα!
«Να κάνω πήγα, βρε παιδιά,
ακόμη έν’ αλματάκι.
Συνηθισμένο. Σαν κι αυτά
που κάνω από παιδάκι.
Τι έκανα τώρα, σοβαρά;
Σκέτη κωλοφαρδία».
Μια πατουχιά απ’ τα Γρεβενά
ως την Ιαπωνία.
«Ντρέπομαι, είναι άδικο,
τους έκλεψα τη νίκη.
Ήταν καλύτεροι αυτοί…»,
ποιος το περίμενε να πει;
Στα σοβαρά ή και στ’ αστεία,
χαλάλι τέτοια αλητεία!
Δεν είναι σούπερ ήρωας,
δεν είναι σπασικλάκι.
Είναι ωραίος σαν Έλληνας,
ψυχούλα και μορτάκι.
Άρχισε κι ο παππούς παρκούρ
και πίσω του η γιαγιά μουρ μουρ!