Σε χρόνους λένε οι γραφές παλιούς και ξεχασμένους,
γεμάτα ήταν τα νησιά μ’ ανθρώπους διψασμένους.
Τη μοίρα τους δεν κάτεχαν πως να την κουλαντρίσουν
και όργωναν τα πέλαγα μήπως και καζαντίσουν.
Παιδιά λιγνά κι αψίκορα σα νιούτσικα φυντάνια
τις μάνες μόνες άφηναν στα άγονα μποστάνια.
Και πριν προφτάσουν στης ζωής να πάνε το σχολείο
απέξω κι ανακατωτά μαθαίναν το αντίο.
Τον λέγαν μαύρο Κωνσταντή τον άγουρο το βλάμη.
Αλάτι κι ήλιος έκαναν το δέρμα του κατράμι.
Δεκαεννέα Μάηδες στις πλάτες κουβαλούσε,
απέξω από τη θάλασσα ο χρόνος δεν μετρούσε.
Μα ένα βράδυ αφέγγαρο σαν κήτους καταπιόνα,
η πλώρη του προσάραξε στο μάτι ενός κυκλώνα.
Κι ακούστηκε η γοργόνα της η ασημοσκαλισμένη:
«Η ώρα σου ήρθε, Κωνσταντή, ας είναι ευλογημένη».
«Κυρά μου ανατολίτισσα μη βιάζεσαι, στοχάσου.
Ποτέ μην πεις τετέλεσται πριν ρίξεις τη ζαριά σου.
Αν δεν παλέψεις στο χαμό με πείσμα για να ζήσεις,
λεπτό να μην καταδεχτείς προσώρας να θρηνήσεις.
Το νου σου έχε άγρυπνο στου φάρου το σινιάλο,
στη Δέσποινα άναψε κερί και μη φοβάσαι άλλο».
Χυμά ο νέος στα κουπιά, στα ξάρτια σκαρφαλώνει,
ρακόμελο τα κύματα κερνά, τα βαλαντώνει.
Ξημέρωμα απείραχτος σαν δένει στο μουράγιο,
βουίζει όλο το νησί: «Στο πλάι του είχε άγιο»!
Από δεξιά η Παναγιά κι από ζερβά ο φάρος,
το πάλεψε κι ο Κωνσταντής κι ηττήθηκε ο Χάρος.