Είδα εχθές στον ύπνο μου
πάλι τον Φεντερίκο
να πίνει το αψέντι του
παρέα μ’ ένα λύκο.
Είχε στα μάτια τη σιωπή
μιας άγριας ορχιδέας
και στα μαλλιά του έπαιζε
χρυσός ερωτιδέας.
Γύρω αμπέλια και ελιές
καρπό στην πέτρα δέναν,
λες και του ονείρου οι ποιητές
ποτέ να μην πεθαίναν.
Στα πόδια του ζευγάρωναν
μυρτιά κι αστροπελέκι,
μα εκείνος είχε ορκιστεί
αγέρωχος να στέκει.
Κι όταν αποθαυμάζοντας
τον ρώτησα πως είναι,
ψιθύρισαν τα μπράτσα του,
αυτό που ψάχνεις, γίνε.
Μην καρτερείς την ξαστεριά
να σε παρηγορήσει.
Κάνε τη δίψα σου αγκαλιά
αλήθειες να γεννήσει.
Γιατί δεν είναι ο άνθρωπος
πλασμένος από χώμα.
Φιλί σου δίνει αμύθητο
με το σουγιά στο στόμα.
Εκεί που χτίζει όνειρα
εκεί και τα σταυρώνει
τι με του δράκου την καρδιά
λατρεύει και θυμώνει.
Αυτά είπε και χάθηκε
μ’ ακόμη τον προσμένω,
αντάμα να χορέψουμε
σε Γάμο Ματωμένο.
Κι όταν προβάλει ολόγιομο
κρυστάλλινο φεγγάρι,
τον νιώθω να χαμογελά
και να με σιγοντάρει.