Αγρίμι κόσμο γύρισε, μαζί του εμετρήθη,
μονάχο αντιπάλεψε τη δόξα και τη λήθη.
Στα νύχια κράτησε μυρτιά, στο στόμα σταμναγκάθι,
στα όρη, στ’ άγρια βουνά το ζώσανε τα πάθη.
Αγρίμι τάισε καρδιά φτωχούς και διψασμένους
και πότισε ροδόσταμο στρατιές αδικημένους.
Φωτόσπαθα τα μάτια του, τα ζάλα του σφραγίδες,
τα μπράτσα του ξεχείλιζαν ονείρατα κι ελπίδες.
Αγρίμι σήκωσε φωνή, τραγούδι διαμαντένιο
τον έρωτα κοινώνησε σε τάσι μπακιρένιο.
Και σαν τη ζήση χόρτασε, σφραγίζει την καρδιά του
και μπάρκαρε στα κύματα να βρει τα γονικά του.
Καράβι μαυροκάραβο στης Κρήτης στο μουράγιο
στ’ αγρίμια τ’ άλλα μήνυσε να κάνουνε κουράγιο.
Ρακόμελο τρατάρισε το φάρο στο λιμάνι,
το Φως δεν εφοβήθηκε ποτέ πως θα πεθάνει.