Σε χρόνους λένε οι γραφές παλιούς και ξεχασμένους,
τα πέλαγα γεμίζανε καραβοτσακισμένους.
Μονάχα ένα πέλαγο, δαντέλα και ατλάζι,
βοριάς δεν το φοβέριζε, δεν το ’πιανε μπουγάζι.
Στ’ ακρόπρωρο η Παναγιά, στο ξάγναντο ο φάρος,
το πάλευαν κι οι άξιοι και κιότευε ο Χάρος.
Νησιά είχε στο στέρνο του κι αγγέλους στα νερά του
και φάρο είχε άγρυπνο, να φέγγει στην καρδιά του.
Και όποιον κάβο έλυνε να φτάσει στ’ όνειρό του,
ο φάρος τον παράστεκε σε κάθε ανασασμό του.
Στ’ ακρόπρωρο η Παναγιά, στο ξάγναντο ο φάρος,
το πάλευαν κι οι άξιοι και κιότευε ο Χάρος.
Το πέλαγο πού βρίσκονταν, πώς ήταν τ’ όνομά του
κανένας δεν εκάτεχε, μηδέ τα γονικά του.
Μονάχα τα παιδόπουλα που ακούγαν παραμύθια,
το φάρο Αγάπη έλεγαν και ήταν η αλήθεια.
Στ’ ακρόπρωρο η Παναγιά, στο ξάγναντο ο φάρος,
το πάλευαν κι οι άξιοι και κιότευε ο Χάρος.