Απ’ τη στιγμή που μες στον κόσμο ξεμυτίζεις,
μια όρθια σκάλα εμφανίζεται μπροστά σου.
Στέκεται εκεί, σε κάθε λύπη και χαρά σου.
Κανείς δεν ξέρει που μπορεί να σ’ οδηγήσει,
αν ακουμπάει σε στεριά, σε μια πατρίδα,
ή αν μετέωρο στα σύννεφα σ’ αφήσει.
Μοιάζει γερή. Ισχύει τάχα; Ποιος το ξέρει;
Εσύ μπροστά της ένα άμαθο παιδάκι,
που τραμπαλίζεται στην κόντρα με τ’ αγέρι.
Απ’ το σχολείο ξεκινάς να ανεβαίνεις.
Μοχθούν οι δάσκαλοι να φτάσεις ως τ’ αστέρια,
μα να σκεφτείς γιατί το κάνεις δεν προφταίνεις.
Προχώρα, μην καθυστερείς, λεν οι γονείς σου.
Να μη χαζεύεις και το χρόνο σου να χάνεις!
Κι αναρωτιέσαι αν είναι αλήθεια συγγενείς σου.
Σε περιβόλι φτάνεις κάποτε πανώριο.
Τα φρούτα λάμπουν στα κλαδιά κι έχεις πεινάσει,
αλλά για διάλειμμα δεν έχεις περιθώριο.
Πετούν στο πλάι σου ερωδιοί και χελιδόνια.
Αποδημούν και επιστρέφουν για ν’ αντέχουν.
Έχουν φτερά, δεν κουβεντιάζουν με τα πιόνια.
Κάποτε σκύβουν για νερό και ξαποσταίνουν.
Εσύ τα βλέπεις απ’ τη σκάλα και ζηλεύεις
που δεν μαθαίνουν, όσο ζουν, πώς να πεθαίνουν.
Μπορεί στη σκάλα μια ψυχή να συναντήσεις
κι ο άγιος Έρωτας να κάνει τα δικά του.
Αλλά μπορεί και μοναχός να συνεχίσεις.
Ώσπου βρεμένος, χιονισμένος, λιοκαμένος,
νιώθεις πως ήρθε η στιγμή να σταματήσεις.
Η σκάλα ατέλειωτη κι εσύ τελειωμένος.
Θα περιμένεις τη μοιραία εκείνη ώρα;
Τη σκάλα σπρώξε παραπέρα, δες τη θέα.
Και αφουγκράσου την καρδιά σου. Και προχώρα.