Η καλομάνα η Δήμητρα παίζει τις σαϊτιές της.
Πανώριο χράμι ύφανε με όλες τις κλωστές της.
Για τη μοναχοκόρη της το ξόμπλιασε με χάρη,
στου Άδη το προσκέφαλο ύπνος να μην την πάρει.
Μ’ αν τύχει κι αποκοιμηθεί γλυκά η Περσεφόνη,
τη μάνα να ονειρευτεί κατάξερη και μόνη.
Και σούμπιτο να ξιπαστεί, μια θέρμη να την πιάσει
κι όλα τα μπογαλάκια της κρυφά του να τα μάσει.
Σαν βγει εκείνος παγανιά ψυχές για να θερίσει,
να συγυρίσει τον οντά, να τον αρωματίσει,
και σαν λαφίνα ύστερα, μ’ ένα κλαδάκι δυόσμο,
σεινάμενη κουνάμενη να βγει στον πάνω κόσμο.
Κι όταν γυρίσει ο τροχός κι η μέρα λιγοστέψει
κοντά του πάλι ρήγισσα σωστή να επιστρέψει.
Γιατ’ είν’ απαρηγόρητοι οι πόνοι που χαρίζει,
όταν χολώνει ο άντρας της, ο Άδης και μανίζει.