Θέλω να πετάξω πολλά.
Να τακτοποιήσω άλλα.
Να καταλάβω περισσότερα.
Να θυμώνω όλο και λιγότερο.
Ν’ αλλάζω σελίδα γρηγορότερα.
Θέλω γαλήνη που να διαρκεί.
Θέλω ομορφιά που επιτέλους να επιβάλλεται, να νικά.
Θέλω καθαρές δουλειές. Στρογγυλά λόγια. Μετρημένες αποστάσεις.
Θέλω σωφροσύνη.
Τη σιωπή αυτών που είναι πραγματικά δυνατοί.
Την ευαισθησία και την καρτερικότητα των αιωνόβιων δέντρων.
Τη θρεπτική αύρα των γεννημάτων της μητέρας γης.
Θέλω χώμα στα δάχτυλά μου και θάλασσα στα μάτια μου.
Θέλω φρέσκο αεράκι στο μυαλό μου.
Θέλω να βαδίζω αργά, σίγουρη ότι θα φτάσω με τον εαυτό μου ακέραιο
κι ότι αυτό είναι που έχει νόημα.
Όχι το με ποια σειρά.
Όχι το πόσο κόστισε.
Όχι το πόσοι το είδαν.
Αλλά το ποιοι το ένιωσαν.
Και το γιατί έφτασα, όπως έφτασα, εκεί που έφτασα.
Θέλω να είμαι Πρόσωπο απέναντί σου, αφέντη Χρόνε.
Στάσου μια στιγμή και άκου με.
Θα σου το τραγουδήσω.
Σαράντα μαύρα άλογα σ’ ένα χρυσό αλώνι
γυροβολιές με φέρνουνε, με κάψα και με χιόνι.
Στα μάτια έχουν κάρβουνο και στις οπλές ασήμι
κι η ανάσα τους η αχνιστή μου παίζει αργό ταξίμι.
– Τι θες, Κυρά, και με κεντάς, ποια έγνοια σε παιδεύει;
Σε ποια σαράντα κύματα ο νους σου ταξιδεύει;
Ας μ’ άνοιγες τη θύρα σου να κάτσω στο σοφρά σου,
με προσφοράκι και ρακί να θρέψω την καρδιά σου.
– Κόπιασε Χρόνε, αγέραστε, χαϊνη, διαβατάρη.
Σαν το δικό σου κέρασμα κανένας δεν τρατάρει.
Μόνο τραγούδι μη μου πεις, δεν θέλω γλεντοκόπι
τι ακόμη δεν λιγόστεψαν τα βάσανα κι οι κόποι.
Θέλω μονάχα μια στιγμή ακίνητος να μείνεις,
για να κοιτάξω στην αρχή της σκοτεινής σου δίνης.
Κι έπειτα γίνε, Χρόνε μου, κελαρυστό ποτάμι,
να πλύνω πλάι στις όχθες σου το ξομπλιαστό μου χράμι.
Να το απλώσω ανάερα σε μιας ελιάς τη ράχη,
που ολόρθη πάντα στέκεται σ’ ειρήνη και σε μάχη.
Κι όταν στεγνώσει, Χρόνε μου, κάθε δική σου στάλα,
καθώς θα κάνει ο ηλιάτορας στα λιόκλαδα τραμπάλα,
στη ρίζα της αγκαλιαστά να στρώσω το υφαντό μου,
να κουβεντιάζει της ελιάς το παιδικό όνειρό μου.
Κι εκεί να γείρω ήσυχη, σοφά αποφασισμένη,
από ζωή και θάνατο να μάθω ό,τι μου μένει.