Ήθελα να ’μουν έλατος σ’ απόκρημνη ραχούλα,
ολόρθος με το σούρουπο, καθώς με την αυγούλα.
Να ’χω τη ρίζα σκαλωσιά μες στου γκρεμνού τη φλέβα
και στο πιο τροφαντό κλαδί να κάθεται η Εύα.
Θηλιά να πλέκει απ’ τ’ ουρανού τα πιο φλογάτα άστρα
και του Αδάμ να πολιορκεί τ’ απόρθητα τα κάστρα.
Να την ταϊζουν μέλισσες, πανώριες πεταλούδες
κι όλες οι νεφοστόλιστες τ’ ανέμου οι κοπελούδες.
Να την ποτίζουν χείμαρροι πλατανοσκεπασμένοι,
να τη χτενίζουν χρυσαετοί, με φιλντισένιο χτένι.
Κι όταν πλαγιάζει μοναχή, να ’ρχονται δυο λιοντάρια,
με νύχια ετοιμοπόλεμα σ’ ακούμπωτα θηκάρια.
Κι αν της σιμώσουν όχεντρες με ζαχαρένια μήλα,
έρωτες τάχα αιώνιοι, η Χάρυβδη κι η Σκύλα,
άγριο να βγάλουν βρυχηθμό απ’ της κοιλιάς τη στέρνα
και να τις φαρμακώσουνε, καθώς το κάνει η σμέρνα.
Τ’ η Αφροδίτη διάλεξε για σύντροφο τον Άρη
κι αντίς για Πόλεμο, Έρωτα είπαν τον κανακάρη,
το γιόκα τους, που όταν γελά, χαράς κρατάμε αδράχτι,
μα όταν πεισματώνεται, γίνεται ο κόσμος στάχτη.