Ένα αγκάθι έχω μέσα στην καρδιά μου
που το ποτίζουν τ’ ανεκπλήρωτα όνειρά μου.
Μόνο μεσάνυχτα τα πέταλά του ανοίγει.
Δεν το κατέχουν οι πολλοί, μονάχα λίγοι.
Μέλι και ξύδι αγκαλιασμένα στο κορμί του
τρέφουν, στραγγίζουν, πολεμούν τη δύναμή του.
Αναστατώνομαι σαν πέφτει το σκοτάδι.
Χάνει το μπούσουλα της μοίρας μου τ’ αλφάδι.
Ψάχνω τη ρίζα του, μ’ αυτή αγαπά τα βάθη,
όπου λιμνάζουν ακατάδεχτα τα λάθη.
Πότε στα βράχια δοκιμάζει την πυγμή του,
πότε στην άμμο εναποθέτει τη ζωή του.
Έρχονται ώρες σα φεγγάρια ματωμένα,
αλαφροϊσκιωτα, σε κάστρα στοιχειωμένα.
Σκιρτά τ’ αγκάθι μου, λουφάζει αποσταμένο
κι εγώ μετέωρη στον κόσμο απομένω.
Μα πάντα ελπίζω ο τροχός πως θα γυρίσει,
η ιστορία απ’ την αρχή για να κινήσει
τη διαδρομή της στα ανέσπερα λιβάδια,
όπου γεμίζουν, αν πιστεύεις, όλα τ’ άδεια.
Τότε τ’ αγκάθι μου σαν άστρο λουλουδίζει
κι ένα δελφίνι στ’ ακρογιάλι παιανίζει,
για να χορέψουν σ’ αλωνάκια χρυσαφένια
όλα τ’ ανείπωτα μαζί με τα γραμμένα.