Ανάληψη

Να ’χα φτερά ασυγκράτητα
απ’ ασημένια γάζα,
να δώσω μια, ν’ αναληφθώ,
στα ουράνια τα γαλάζια.

Να μη μ’ αγγίζουν οι κραυγές
κι οι στάχτες των ανθρώπων,
να σεργιανίζω στις χαρές
παραδεισένιων τόπων.

Το Νικηφόρο, τη Μαντώ
και τη μικρή Νεφέλη
να βρω πλάι στον Αλέξανδρο,
στο Φρίξο και την Έλλη.

Να φάμε ελιές με ξύγαλο,
βρεμένο παξιμάδι,
να πιούμε και δυο τσικουδιές
οι σύντεκνοι ομάδι.

Κι όταν λιγώσουν οι καρδιές,
τα αίματα φλογίσουν,
να σπεύσουν κι οι αρχάγγελοι,
για να μας τραγουδήσουν.

Κι εμείς με σώμα αέρινο,
ψυχή γεμάτη θάρρος,
να μπούμε στον πυρρίχιο,
και να πεθάνει ο Χάρος.