Αποστροφή

Δεν έχεις λόγια, λες, και ντύνεσαι ρημάδι,
μήπως κρυφτεί της ανομίας σου το σημάδι.
Μα έχεις στρώμα, δυο καρέκλες και τραπέζι
και το παιδί σου πλάι αμέριμνο να παίζει.

Δεν έχεις άλλη υπομονή, λες, και φωνάζεις.
Συνομωσίες κι ανεπάρκειες μηρυκάζεις.
Μα έχεις πιάτο και ποτήρι γεμισμένο
και το γεράνι στο μπαλκόνι ποτισμένο.

Δεν έχεις κράτος, λες, κι ηγέτες φωτισμένους,
τις συμφορές να πολεμούν συντεταγμένους.
Μα έχεις λάγνα τηλεόραση στο σαλόνι
και τιμαλφή και ένα αμάξι που γκαζώνει.

Απ’ όλα έχεις κι όμως είσαι μια απ’ τα ίδια.
Ένα κομμάτι πλαστικό στ’ αποκαϊδια.
Για πόσο ακόμη θα υποκρίνεσαι αλήθεια
πως συνεχίζεται η ζωή από συνήθεια;

Σε βλέπω κύμβαλο αλαλάζον στα κανάλια
να ναρκισσεύεσαι στα μαύρα σου τα χάλια.
Και θέλω τόσο να ξεχάσω πως υπάρχεις
κι εσύ κι η σήψη σου κι ο γύπας καναλάρχης.

Μη μου υψώνεις τη φωνή, όχι εμένα.
Σου το ’πα κάποτε: με βάφτισαν Κανένα.
Και συγκεντρώσου. Να προσέχεις τη σκιά σου,
λύκοι, Πολύφημε, μη γίνουν τα αρνιά σου.

Γιατί στο μάτι σου το ένα, το καημένο,
μπορεί να μπει ένα καρβουνάκι αναμμένο.
Κι όταν πως όλα ξεχαστήκαν θα νομίσεις
από τη Νέμεση κι εσύ να γονατίσεις.