Όταν ο Αρίων, φημισμένος λυρικός ποιητής και κιθαρωδός από τη Λέσβο, πήγε για περιοδεία στην Ιταλία και τη Σικελία, έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Τόσο πολύ άρεσε η τέχνη του στους ντόπιους, που τον φόρτωσαν δώρα και φιλέματα. Ναύλωσε τότε ένα καράβι με Κορίνθιους ναύτες, το φόρτωσε με τα πλούτη που του δώρισαν και χάραξε πορεία για την Κόρινθο. Εκεί τον περίμενε ο βασιλιάς Περίανδρος, φανατικός θαυμαστής και φίλος του. Μόνο που δεν υπολόγισε το κακό που είχαν στο νου τους οι άπληστοι ναύτες. Είχαν δει τα μπαούλα με τους θησαυρούς και τα λιμπίστηκαν!
Αφού ανοίχτηκαν στο πέλαγος, έπιασαν τον δύστυχο Αρίωνα και του είπαν να κάνει την προσευχή του. Πρώτα θα τον πέταγαν στη θάλασσα κι έπειτα θα τον ξάφριζαν! Άρχισε αυτός τα παρακάλια για να τον λυπηθούν, αλλά εκείνοι ήταν ανένδοτοι.
– «Αν σε αφήσουμε να ζήσεις, θα πας και θα μας μαρτυρήσεις. Οπότε, λέγε ποια είναι η τελευταία σου επιθυμία και μετά σώπα και κολύμπα!», του είπαν.
Είδε κι αποείδε κι εκείνος και τους ζήτησε να τον αφήσουν να πει το «κύκνειο άσμα» του, ένα τελευταίο δηλαδή τραγούδι. Αλλά τι τραγούδι ήταν αυτό! Θνητοί κι αθάνατοι, άνθρωποι και ζώα, δεν χόρταιναν να τον ακούν. Πάνω στον τελευταίο στίχο, έδωσε μια και πήδηξε από μόνος του στη θάλασσα. Όλοι περίμεναν να τον δουν να κάνει μπουρμπουλήθρες και μετά να χάνεται για πάντα στα μαβιά νερά. Αυτό που συνέβη, όμως, δεν είχε προηγούμενο.
Πριν καλά καλά το καταλάβει, βρέθηκε στη ράχη ενός δελφινιού, που είχε μαγευτεί από το τραγούδι του! Το…φιλόμουσο δελφίνι αποφάσισε ότι ένα τέτοιο ταλέντο δεν έπρεπε να πάει να πνιγεί και τον αποβίβασε σώο και αβλαβή στο ακρωτήριο Ταίναρο, στην Πελοπόννησο. Από εκεί ο Αρίων επέστρεψε στην Κόρινθο και διηγήθηκε την περιπέτειά του στο βασιλιά Περίανδρο. Έτσι, όταν άραξαν με το καλό κι οι κατεργάρηδες οι ναύτες που τον λήστεψαν, τους περίμενε μια τιμωρία αντάξια της πράξης τους…