Πουλί μου, τι στοχάζεσαι και που γλακά ο νους σου;
Κρωγμό πέμψε αργόσυρτο, σινιάλο στους δικούς σου
ν’ αφήσουν τα λημέρια τους στις δασωμένες ρούγες,
με στάχτη πριν μπουκώσουνε οι ρωμαλέες φτερούγες.
Πουλί μου, όρνιο σ’ είπανε και σε καταφρονούνε,
τη φύση σου την άγρια να νιώσουν δεν μπορούνε.
Μα εγώ που σ’ είπα Έρωντα στη νιότη μου την πρώτη,
να σκύψω θέλω πλάι σου σαν τον απλό στρατιώτη,
καθώς στη μάχη ρίχνεται για τ’ άχραντα και όσια,
που του είδους μου τ’ αρπακτικά ρημάζουνε ανόσια.
Κι αντάμα με τα νύχια μας να σκάψουμε πηγάδι,
που ν’ ανασταίνει τη ζωή ακόμη και στον Άδη.