Ας ήμουν άγραφο χαρτί
μες στου βοριά την τσέπη
να ταξιδεύω αδιάκοπα
μακριά από κάθε πρέπει.
Να είχα αράδες κύματα
τελείες περιστέρια
σε κάθε μου παράγραφο
μυστήριο απ’ τ’ αστέρια.
Να σώπαιναν οι πόθοι μου
ν’ αδειάσουν, να ελαφρύνουν
και σαν μεταξονήματα
τ’ ανείπωτα να ντύνουν.
Και σαν μεστώσει ο καιρός
και βγουν οι πεταλούδες,
ψωμί να γίνουν και κρασί
κι όχι ελπίδες φρούδες.