Ήταν το σήμα κατατεθέν του νησιού. Χρόνια τώρα, δεν τον κατοικούσε μόνιμα φαροφύλακας. Οι νέες τεχνολογίες είχαν κάνει περιττή τη συνεχή ανθρώπινη παρουσία. Λειτουργούσε πλέον με ενέργεια που εξασφάλιζαν αυτόματα φωτοβολταϊκά συστήματα. Κάθε δεκαπέντε μέρες, ωστόσο, ο φαροφύλακάς του τον επισκεπτόταν για επιθεώρηση. Έλεγχε τη λειτουργία του, επιδιόρθωνε τυχόν βλάβες, τον φρόντιζε και τον συντηρούσε.
Που τα έχανες που τα έβρισκες, τα παιδιά έπαιζαν στο βοτσαλωτό με την άγκυρα που στόλιζε τον μικρό του περίβολο. Ερωτευμένα ζευγάρια ρέμβαζαν το ηλιοβασίλεμα από τις πεζούλες του. Κυράδες έπιναν το καφεδάκι τους στ’ αρμυρίκια του, πλέκοντας. Κανένας από τους επισκέπτες του νησιού δεν παρέλειπε να τον επισκεφθεί. Ακόμη και με κακοκαιρία, όταν η παλίρροια κάλυπτε το στενό βραχώδες πέρασμα που οδηγούσε σ’ αυτόν, πάντα κάποιος περίμενε υπομονετικά να κοπάσει η αντάρα για να φτάσει στο κατώφλι του. Είχε κάτι που μαγνήτιζε την ανθρώπινη ψυχή. Δύσκολα αντιστεκόσουν στη γοητεία του.
Οι παλαίμαχοι ναυτικοί και ψαράδες του νησιού τον προτιμούσαν για τον καθημερινό τους περίπατο. Αναπολούσαν τις περιπέτειές τους και διηγούνταν θρύλους για γοργόνες και θαλασσινά στοιχειά, ή για τους ήρωες της ελληνικής ναυτοσύνης. Από εκείνους άκουσα κι εγώ για το Φάντασμα του Φάρου.
Στα μέσα κάθε φθινοπώρου, έλεγαν, ο φαροφύλακας έβρισκε το φάρο ανάστατο. Τα τζάμια ψηλά στον πύργο του, κομμάτια και θρύψαλα. Τον φωτιστικό του κλωβό σβησμένο και ακίνητο. Το κλιμακοστάσιο γεμάτο θαλασσόνερο, σκουπίδια και ξερόκλαδα. Ακόμη κι ο μεταλλικός ανεμοδείκτης στην κορυφή του τρούλου, στο «κεφάλι» του φάρου, ήταν στραβωμένος. Κι όλα αυτά χωρίς να έχει προηγηθεί κακοκαιρία. Τι προκαλούσε τέτοια καταστροφή; Πολλοί προσπαθούσαν να εξιχνιάσουν το μυστήριο, αλλά κανένας δεν τα είχε καταφέρει.
Οι φήμες έδιναν κι έπαιρναν. Οι παλιοί θαλασσινοί έλεγαν ότι ήταν το φάντασμα ενός ξενομερίτη καπετάνιου, που μεθυσμένος έριξε το πλοίο του στα βράχια. Το πλήρωμά του χάθηκε κι εκείνος περιπλανιόταν μισότρελος στα πέλαγα. Κάθε χρόνο, τη νύχτα του ναυαγίου, επέστρεφε και ξεσπούσε την οργή του στο φάρο.
Οι κυράδες έλεγαν πως ήταν το φάντασμα της Κρινιώς, μιας πανέμορφης αρχοντοπούλας απ’ τη Χώρα. Όταν έμαθε ότι ο αρραβωνιαστικός της έπεσε σε θύελλα με το ψαροκάικό του και τον κατάπιαν τα μανιασμένα κύματα, έχασε τα λογικά της. Ανέβηκε στον πύργο του φάρου να τον ψάξει πέρα στον ορίζοντα, ζαλίστηκε κι έπεσε στη θάλασσα. Μα κάθε χρόνο, τη μέρα που έμαθε το κακό μαντάτο, επιστρέφει στο φάρο με τη βαριά, σιδερένια άγκυρα του καϊκιού του αγαπημένου της στα χέρια και τον κάνει γης μαδιάμ.
Και υπήρχαν κι οι παραμυθάδες του νησιού. Αυτοί διηγούνταν ότι το φάντασμα του φάρου ήταν ένα θεόρατο κήτος, που φώλιαζε στον κατασκότεινο βυθό. Αν τύχαινε ν’ αναδυθεί και να κολυμπήσει κοντά στο φάρο πεινασμένο, δεν το είχε σε τίποτα ν’ ανοίξει τη στοματάρα του και να του επιτεθεί. Θαρρούσε, έλεγαν, πως βλέπει ένα νόστιμο θαλασσοπούλι με φτερούγες που λάμπουν στο φως του φεγγαριού!
Αλλά η αλήθεια ήταν πολύ διαφορετική. Την ανακάλυψα όταν βρέθηκα στο φάρο ένα πρωί που ο συμπαθητικός του φαροφύλακας είχε βάρδια. Καθώς ετοίμαζε να με κεράσει βανίλια υποβρύχιο, πρόσεξα ένα χοντρό βιβλίο επάνω στο τραπέζι του φαρόσπιτου. Ήταν το ημερολόγιό του. Ανοίγοντάς το, έπεσε τυχαία το μάτι μου στη σελίδα με ημερομηνία 16 Οκτωβρίου 2000. Και διάβασα τα εξής:
«Σήμερα βρήκα το φάρο σβησμένο και σε κακή κατάσταση. Ήταν γεμάτος χελιδόνια. Φαίνεται πως ταξιδεύοντας προς το νότο, σμήνη ολόκληρα όρμησαν καταπάνω του, μαγνητισμένα από το φως του. Ήταν τόσα πολλά, που έσπασαν τα τζάμια του πύργου του και προκάλεσαν βλάβη στον φωτιστικό κλωβό. Ξεκινώ άμεσα εργασίες αποκατάστασης των ζημιών».
Η Παγκόσμια Ημέρα Φάρων καθιερώθηκε το 2003 με πρωτοβουλία της Διεθνούς Ένωσης Φαροφυλάκων και γιορτάζεται κάθε χρόνο την τρίτη Κυριακή του Αυγούστου. Περισσότερες πληροφορίες για τους ελληνικούς φάρους μπορείτε να βρείτε στην ιστοσελίδα της Υπηρεσίας Φάρων του Πολεμικού μας Ναυτικού.