Φθινοπωριάζει…

Τα πλήκτρα κάθε φθινοπώρου φωτερού
σεμνά σκαρώνουν μαντινάδες τ’ ουρανού.
Κι είναι εκείνος ένας γέροντας σεβάσμιος,
που καθαρίζει την παλέτα του Θεού.

Όταν τα χρώματα μπερδεύονται πολύ
και μοιάζει ο πίνακας μ’ ανάστατο γιαπί,
παίρνει ο γέροντας σάρωθρο και φαράσι
και στάζει άνεμο σε μπακιρένιο τάσι.

Είναι αλάνθαστη ετούτη η συνταγή.
Πρώτα να φέρνεις κουρνιαχτό, καταστροφή
κι έπειτα ήσυχα, λιθάρι το λιθάρι,
να χτίζεις πάλι απ’ την αρχή το Γιαλισκάρι.

Το ξέρει ο γέροντας από μικρό παιδί
πως θέλει παίγνιο, παραμύθι η ζωή.
Αλλιώς δεν βγαίνει πουθενά, δεν νταγιαντιέται,
όταν με τ’ άδικο το δίκιο αναμετριέται.

Γιατί είναι αιώνια νομοτέλεια η πληγή
που η αλήθεια στο σκοτάδι προκαλεί
και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γλιτώσεις:
ή θα σ’ αλλάξει, ή εσύ θα τη σκοτώσεις.