Πήρα το γνώριμο στρατί ν’ ανέβω στο βουνό μου,
να βρω το σταυραδέρφι μου και το φθινόπωρό μου.
Ήταν Σεπτέμβρης τρυγητής, λιγνός, μεγαλομάτης,
της Περσεφόνης το παιδί, το σπλάχνο της Εκάτης.
Είχε στα χέρια λιόκλαδα, στα μάτια δροσουλίτες
και στο δισάκι της καρδιάς χρυσούς μετεωρίτες.
Φτερούγες είχε στα πλευρά, ολόσγουρο μετάξι,
να μην βαραίνει, μη λυγά σαν κάνει να πετάξει.
Σε τρίστρατο τον πέτυχα, τον πεύκο να σκαλίζει
κι από τ’ απανωκόρμι του ρετσίνι ν’ αναβλύζει.
Σεμνά αγριοπερίστερα του έστηναν βεγγέρα,
σπαθίζοντας ολόγυρα τον μυρωμένο αγέρα.
Κι όπως στο δάσος έσμιγε το φως με τη σκιά του,
λαχτάρησα ως τα μύχια να μπω στα σωθικά του
και δίχως φόβο κι έγνοια αύριο τι θ’ απογίνω,
μία σταλιά κυκλάμινο στο χώμα ν’ απομείνω.