Αν το μπορούσα να τρυγώ τα λούλουδα του κόσμου,
με νέκταρ θα ξεδίψαγες, αυγερινέ και φως μου.
Πεταλουδένια μου ψυχή, φιλί μου κεχριμπάρι,
ποια μοίρα λαφροπάτητη ταξίδι θα σε πάρει;
Δεν έχω βιος να σου κρατώ, ορμήνια να σου δώσω,
μονάχα μια πικροκαρδιά για να σου παραδώσω,
που δεν ζυγιάζει τις πληγές σαν είναι ν’ αγαπήσει
και στένεται στην παραστιά ώσπου να ζεματίσει.
Να μη λογιάζεις τον καιρό γιατ’ είναι ξενομπάτης
κι ώσπου να τον καλοδεχτείς στο ξάγναντο διαβάτης.
Εκείνος πράμα δεν γρικά, κανένα δεν λυπάται
γλακά τ’ αψήλου άφοβος και δεν σε συλλογάται.
Μα συ κλαράκι δροσερό, ανθός μαλαματένιος,
με κάψα ή με παγωνιά στο κότσι του δεμένος,
ν’ ανοίγεις διάπλατα φτερά ακόμη κι αν χιονίζει,
ακόμη κι αν το Λιβυκό το πέλαγο αχνίζει.
Και να σβαρνίζεις με χαρά τσ’ αναβαθμούς του κόσμου,
για να καρπίζει η σπορά στα ξέφωτα του δυόσμου,
ώστε τ’ αγρίμια του βουνού σεμνά να γευματίζουν,
ποτέ τους να μη λησμονούν, σα ζούνε, να ελπίζουν.