Απόψε το ξημέρωμα
με σούρουπο πως μοιάζει.
Θαρρείς πως μένει ακίνητος
ο χρόνος μες στ’ αγιάζι.
Τα σύννεφα μαζεύτηκαν
στην πόρτα σου απέξω
και ρίχνουνε το νόμισμα:
να βρέξω, να μη βρέξω.
Ο δρόμος πάντα έτοιμος
γι’ αγάπη και ταξίδια,
μα εσύ ραγίζεις και σκορπάς
στα ίδια και τα ίδια.
Οι άγγελοι σαλπάρουνε
για εκεί που τους αξίζει,
γιατί όποιος διάλεξε το Φως
να ζει μόνο γνωρίζει.