Ο τόπος που ’μαι ζωντανή,
έχει κλαδιά και φύλλα
κι έναν μικρούλη πρίγκιπα
να παίζει κατρακύλα.
Ο τόπος που ’μαι ζωντανή,
είναι τραχύς κι ωραίος.
Όταν γεννιέται, ήδη σοφός
κι όταν πεθαίνει, νέος.
Ο τόπος που ’μαι ζωντανή,
μυρίζει φως, ρετσίνι.
Ξέρει μονάχα ν’ αγαπά
κι απλόχερα να δίνει.
Ο τόπος που ’μαι ζωντανή,
στο βράχο πάνω ανθίζει
και μες στην κοσμοχαλασιά
δεν παύει να ελπίζει.
Ο τόπος που ’μαι ζωντανή,
τη θάλασσα αγναντεύει,
γιατί έτσι είναι ο έρωτας:
με μια ματιά μαγεύει.