Ήτανε λέει μια φορά μία Κυρά πανώρια.
Καθόλου δεν την άγγιζαν οι μήνες και τα χρόνια.
Τα δάχτυλα στα χέρια της μακριά, λιγνά σαν κρίνοι,
το πρόσωπό της έλαμπε, ολόγιομη Σελήνη.
Είχε αβρή περπατησιά, ψιθύριζε πρελούδια
κι οι λέξεις στο μιντέρι της πολύχρωμα λουλούδια.
Σαν άνοιγε το στόμα της, πετούσαν καναρίνια
και μες στο χαμογέλιο της σεργιάνιζαν δελφίνια.
Η αγκαλιά της έμοιαζε με λίμνη ατλαζένια.
Κοντά της όποιος κούρνιαζε, ξεχνούσε κάθε έννοια.
Θυμοί και λύπες έριχναν τα βέλη στην αυλή της,
μα δεν δηλητηρίαζαν ποτέ ούτε στιγμή της.
Μια πένα είχε ξυλάρμενη, μελάνι θαλασσένιο
και μες στο κουζινάκι της τηγάνι μαντεμένιο.
Μαγείρευε και τάιζε και δίδασκε τα νιάτα
που ταξιδιώτες πέρναγαν απ’ τη δική της στράτα.
Και όποτε τη ρώταγαν, «Κυρά, τι είναι θάρρος;»
«Να ανεβαίνεις στη σκηνή χωρίς να έχεις βάρος»,
αποκρινόταν κι έβαζε μια μάσκα στο σοφρά της
και τούλια και αστρόσκονη και τη θερμή καρδιά της.
Και ξάφνου νιώθαν τα παιδιά πως άλλαζε ο αέρας.
Γινόταν χαρτοπόλεμος ο αχός κάθε φοβέρας.
Ψυχή και σώμα ενώνονταν, φτερά βγάζαν στις πλάτες
και της ζωής τους γίνονταν οι εξαίσιοι ακροβάτες.
Ήτανε λέει μια φορά μία Κυρά πανώρια.
Καθόλου δεν την άγγιζαν οι μήνες και τα χρόνια.
Τα δάχτυλα στα χέρια της μακριά, λιγνά σαν κρίνοι,
το πρόσωπό της έλαμπε, την έλεγαν Μυρσίνη.