Μια αρμαθιά Δεκέμβρηδες με πήραν απ’ το χέρι
να ψάξουμε στον ουρανό το πιο λαμπρό αστέρι.
Στα χέρια με σηκώσανε, πούπουλο τα κιλά μου
κι επιμελώς ξεσκόνισαν τ’ απόκρυφα φτερά μου.
Στα χείλη μου ζωγράφισαν χαμόγελα μελένια
να γλυκαθούν οι λέξεις μου, κάθε πικρή μου έννοια.
Στα πόδια μου ξανάδειξαν πώς να στριφογυρίζουν,
απ’ του χορού τα βήματα πια να μην ξεστρατίζουν.
Τα χέρια σε ανάταση μου είπαν να κρατήσω,
σκοτούρες και προβλήματα ξοπίσω μου ν’ αφήσω.
Κι ένα σκουφάκι μου ’βαλαν κόκκινο στο κεφάλι,
που κάνει τη στιγμή γιορτή και διώχνει κάθε ζάλη.
Κι εκεί που παρακάλαγα, Φιλέσπλαχνε Θεέ,
την κούπα με τους τάρανδους, αχ! πάρε από με,
γονυπετής σ’ εκλιπαρώ, άσε με στη γωνιά μου
να γράφω, να μελαγχολώ, να πλέω στα νερά μου,
ξάφνου ένας καλικάντζαρος τα πήρε τα μυαλά μου!