Δεν είναι άτι ατίθασο
με χαίτη μεταξένια,
ούτε και λύκος μοχθηρός
με μάτια ζαφειρένια.
Δεν είναι γερακίνας γιος
σ’ απόκρημνο ρουμάνι,
ούτε κομψή δεντρογαλιά
σ’ ερειπωμένο χάνι.
Δεν είναι λέοντας αψύς,
μπροστάρης στην αγέλη,
ούτε κουτάβι ορφανό,
που όλο χάδια θέλει.
Δεν είναι μέλισσα βουερή,
βασίλισσα του σμήνους,
ούτε τσακάλι μοναχό,
ύπουλο, νους κρυψίνους.
Δεν είναι άρκτος άρχοντας
σε σκιερό λαγκάδι,
ούτε κουκουβαγιόπουλο
άγρυπνο στο σκοτάδι.
Είναι η αφέντρα η θάλασσα,
η αλήθεια που διψούμε.
Άγιε Νικόλα βόηθα μας
τη ρότα μας να βρούμε.
Στάξε άγιο μύρο, φυλαχτό,
σε κάθε μας ταξίδι
και τις φουρτούνες κόπασε
μ’ ολόχρυσο ψαλίδι.
Στείλε στους φαροφύλακες
φανάρι ασημένιο
και στους καραβοκύρηδες
τιμόνι σιδερένιο.
Τις Συμπληγάδες κράτα τις
για πάντα χωρισμένες,
τη Σκύλα και τη Χάρυβδη
σκυφτές, μαρμαρωμένες.
Κι απ’ τα σαράντα κύματα
μη στέργεις να περνούμε.
Μόν’ σε λιμάνι απάνεμο
μια στάλα να πονούμε.
Κι αν δεν σταθούμε αντάξιοι
του πάρε και του δίνε,
μη μας ξεσυνορίζεσαι:
τ’ ανθρώπινα έτσι είναι.
Πανώριο ασημοκάραβο
τάμα θα σου στολίσω.
Άγιε Νικόλα βόηθα με,
την άγκυρα να λύσω.