Το κόκκινο γεννήθηκε σ’ αστέρι μακρυσμένο
και φάνταζε παράταιρο σαν ταίρι αποδιωγμένο.
Δεν έψαχνε, όμως, λύπηση μα ούτε και βοήθεια,
μονάχα την απόχρωση που έχει η αλήθεια.
Το κόκκινο έγινε κρασί, μπριλάντι γιοματάρι.
Γουλιά γουλιά συλλάβιζε δικό του αλφαβητάρι.
Σε κάθε γλυκοχάραμα, σε κάθε δειλινό του,
τον ήλιο ροδοκόκκινο έβαφε στ’ όνειρό του.
Το κόκκινο απάγκιαζε ψηλά στα μάγουλά σου
και φλογιζόταν κι έκαιγε σαν μάτωνε η καρδιά σου.
Λουλούδιζε και φούντωνε όταν εσύ ντρεπόσουν,
που ψέματα τον τάιζες για χρόνια τον εαυτό σου.
Το κόκκινο ολοπόρφυρο ντυνόταν στη γιορτή σου.
Τραγούδαγε και χόρευε και μόνο και μαζί σου.
Κι όταν σε ένιωθε βαρύ, νταλκά να σιγοπίνεις,
σου έδινε άλικο φιλί να γιάνεις, να ελαφρύνεις.