Εδώ και 115 μέρες έμαθα ότι δεν θα σε ξαναδώ. Ακόμη προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι έτσι είναι κι ότι δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Η θνητότητά μας πάντα θα μας περι-ορίζει. Εγώ που για κάθε τι άλλο που μου παρουσιαζόταν ως τετελεσμένο πείσμωνα και ριχνόμουν στο μαγκανοπήγαδο για να κάνω τη διαφορά, έστω και την απειροελάχιστη. Τώρα πρέπει να σφίγγω συνεχώς τα δόντια και να μην τρεκλίζω όταν σε σκέφτομαι. Και δεν υπάρχει μέρα, δεν υπάρχει νύχτα, δεν υπάρχει πραγματικότητα ή ονειροφαντασία μου που να μην είσαι παρούσα, από την πρώτη στιγμή που διασταυρώθηκαν τα βήματά μας. Έτσι είναι οι σχέσεις των αδελφών ψυχών: θαυματουργά λειτουργικές και αυταπόδεικτες εις τους αιώνας των αιώνων, όσες δυνάμεις κι αν παλεύουν να τις πληγώσουν, να τις αμαυρώσουν, να τις χωρίσουν. Και η Απώλεια ένα μικρό μικρό μαχαίρι που γρατζουνάει λίγο λίγο των ματιών μας το ασπράδι. Για ν’ αχνοφαίνεται επάνω μας μια ιδέα ο Χρόνος ο άχρωμος, ο αδέκαστος και άπιαστος. Ν’ αποδεικνύεται το πέρασμά του από τις κόκκινες χαραγματιές που μας ποντίζουν στ’ ακατανόητα.
Εν αρχή ην η απορία, η κατάπληξη. Πώς, πότε. Δεν μπορεί. Ψέματα είναι. Μετά ο μεγάλος θυμός και η άρνηση. Γιατί. Γιατί. ΓΙΑΤΙ. Μετά ο πόνος, που εγώ δυσκολεύομαι πολύ να μοιραστώ, θέλω να τον καταπίνω ολόκληρο εκεί που δεν υπάρχει κανείς άλλος εκτός από τον βαθύτερο εαυτό μου: στο κεφαλοδέσι του φάρου. Μια στο απόλυτο σκότος, μια στο εκτυφλωτικό φως. Δεν μπορώ τις μοιρασιές και τις παρηγοριές, τα μοιρολόγια και τα συναφή. Την εξορία αποζητώ, την απομόνωση. Πάντα με κυνηγούσες για να μην το κάνω. Έφτανε ο ήχος μίας και μόνο συλλαβής σου από το τηλέφωνο, ένα βλέμμα φεγγερό, γεμάτο απαλά χνουδάκια χαμογέλιου όταν βρισκόμασταν από κοντά και το σίδερο που καταπλάκωνε το στήθος μου ράγιζε και έσπαγε και κατακρημνιζόταν σαν παγόβουνο, γεμίζοντας τον τόπο με πηχτές σιωπές και φτερωτά ποιήματα. Είμαι παντού γεμάτη από σένα, το ξέρεις. Η ψυχή μου, το σπίτι μου, οι άνθρωποί μας. Πως είναι δυνατόν η ζωή, η ζωή μου, να συνεχίζεται χωρίς εσένα; Απορώ και εξίσταμαι. Μανίζω και θλίβομαι.
Η ενοχή, μεγάλη διδασκάλισσα. Γυροφέρνει τη ζωή που παρέμεινε στις επάλξεις μετά τη συμφορά, την καταστροφή, την απώλεια και της φορά κατάσαρκα το στεφάνι το ακάνθινο. Από κοντά και το σταυραδέλφι της, ο παραλογισμός. Πως γίνεται ΕΣΥ να μην υπάρχεις και αυτά τα καθημερινά, τα συμβατικά, τα συνηθισμένα, τα «απαραίτητα» και τα απολύτως περιττά να συνεχί-ζουν απτόητα; Σαν να μην συνέβη η οριστική σου αποχώρηση, σαν να είσαι ένας ακόμη αριθμός που προστέθηκε στον άπειρο αριθμό εκείνων που πέρασαν στην απέναντι όχθη. Εκεί από όπου κανείς δεν επέστρεψε ποτέ και όπου όλοι κάποτε θα μετοικήσουμε. Μα δεν είναι ύβρις αυτό; Δεν είναι βδέλυγμα; Πώς το επιτρέπουμε όλοι εμείς οι τάχα σπουδαίοι και δυνατοί και πολυμήχανοι;
Και μετά αρχίζει η καταβύθιση στο χάος. Σαν τα πετεινά που σκάει το θηρίο το σαρκοβόρο ανάμεσά τους εκεί που τσιμπολογούν τον άρτον τον επιούσιον αμέριμνα και σκορπούν εδώ κι εκεί αλαφιασμένα. Άλλα προσπαθούν να πιαστούν από Θεούς κι αγγέλους, άλλα το βάζουν στα πόδια μέχρι το τέλος της καταδίωξης, άλλα υπομένουν τη μοίρα τους στωικά και όπου βγει, άλλα κατασπαράζονται από δυνάμεις υποχθόνιες, παγανά και δαίμονες, άλλα κάνουν σαν να μην συνέβη ποτέ το κακό και τ’ άδικο. Σαν να είναι ο Χάροντας απλώς ένας ακόμη ήρωας τραγουδιού από εκείνα τα παμπάλαια, τα βαριά κι αραχνιασμένα, τα δύσπεπτα και δύσκολα. Και κάπως έτσι η ζωή παύει να είναι και να φέρεται σαν Ζωή και μεταλλάσσεται σε σκέτη επιβίωση.
Παραμονή Χριστουγέννων και σου γράφω, με ξέρεις τώρα, δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, γιατί δεν πάει άλλο. Εδώ και 115 μέρες που έμαθα ότι δεν θα σε ξαναδώ, λιμνάζω και σέπομαι. Κάνε τι θα κάνεις και στείλε μου σήμα, γιατί είναι αβάσταχτη αυτή η καταχνιά. Κάποιος εκεί έξω πρέπει, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, να ξαναγεννηθεί. Ή μήπως δεν είναι εκεί έξω και τον κρατώ φυλακισμένο και παραδαρμένο μέσα μου; Κάνε τι θα κάνεις και στείλε μου σήμα, για να ξαναβρεθώ στο δρόμο σου, Αστέρι μου.