Ποιο χέρι σπρώχνει τις ψυχές
αφύλαχτες στη ρούγα,
να ψάξουν για το ταίρι τους
με μόνο μια φτερούγα;
Ποια δίψα καίει τα στόματα,
τα πόδια ξεσηκώνει,
ν’ αρχίσουν τις γυροβολιές
στου έρωτα τ’ αλώνι;
Ποια φλόγα στήθη διαπερνά
κι ανάβει κάθε σκέψη,
εκεί που λες πως χάθηκες
η σκοτεινιά να φέξει;
Δεν λογαριάζει η μυγδαλιά
μπουρίνια και χιονιάδες.
Μες στη δική της αγκαλιά
φωλιάζουν οι λιακάδες.