Τι είδες, νυχτοπούλι μου;
Είδα φωτιά και λαύρα
και μάνες που ντυθήκανε
τ’ ασήκωτα τα μαύρα.
Τι είδες, γεροπλάτανε;
Είδα ζωές στη στάχτη.
Τις Μοίρες τις γερόντισσες
με ματωμένο αδράχτι.
Τι είδες, χαμολούλουδο;
Είδα ποτάμια δάκρυ
να πνίγουν την κοιλάδα μου.
Λυγμός απ’ άκρη σ’ άκρη.
Τι είδες, άστρο της αυγής;
Είδα ανθισμένα νιάτα
καβάλα σ’ άγρια άλογα
μες στ’ ουρανού τη στράτα.
Τι είδες, βράχε κοφτερέ;
Είδα οδυρμό και πόνο,
φαρμακωμένες αγκαλιές
και όνειρα στο δρόμο.
Τι είδες, αγριόβατε;
Είδα γροθιές τα χέρια
και πατεράδες ορφανούς
να σφίγγουν τα μαχαίρια.
Τι είδες αγροτόφιδο;
Είδα βουή κι αντάρα
και τον Ορφέα κάτωχρο
να σπάει την κιθάρα.
Τι είδες, σεμνή αγκαραθιά;
Τ’ όνειδος και το θαύμα.
Παράδεισο και κόλαση
στον ίδιο τόπο αντάμα.
Είδα αυτά που λέγονται
κι όσα δεν λησμονιούνται.
Είδα κι όλα τα ανείπωτα
στο χώμα να χτυπιούνται.
Μα δεν φτουράνε μια ολιά
όσα πολλά κι αν είδα.
Μου φτάνει μόνο μια κραυγή
βουβή σαν πικραλίδα.
ΓΙΑΤΙ είναι ακατόρθωτο
με άνθρωπο να μοιάζει,
κάποιες φορές ο άνθρωπος
κι αυτό να μην αλλάζει;