Για δέστε τον αμάραντο
στην άμμο πως φυτρώνει,
τη δίψα του πως τη βαστά
και δεν τη φανερώνει.
Για δέστε πως ανθοφορεί,
κεφάλι πως σηκώνει
και πως αντέχει ξερικός
χωρίς ν’ αποκαρδιώνει.
Για δέστε που σεβαστικά
το πέλαγο ρεμβάζει
κι ακόμη και στη θύελλα
σωπάζει κι αγαλλιάζει.
Για δέστε τον αμάραντο
αμάραντος πως μένει,
πεθαίνει, ανασταίνεται
και τη ζωή αυγαταίνει.