Σ’ αυτό το καταφιλημένο απ’ την αρμύρα λιακωτό,
που, έγκλειστη, όσο τίποτα άλλο απεγνωσμένα το ποθώ,
Εκεί που γι’ άλλον εξαίσια ανατέλλει μια Λαμπρή
κι άλλος λιβάνι καίει σε μνημούρι λαξευτό,
Εκεί που ένα τέλος μια καινούργια ιστορία ξεκινά
και μια αρχή που λιγοψύχησε τελειώνει,
Εκεί που άλλον ο έρωτας χτυπά μα ξαστοχά
κι άλλον τον ρίχνει στα γκρεμνά με λαβωμένο στέρνο,
Εκεί που άλλος σαν το διαβατάρικο πουλί γλακά
και άλλος σε πικρά δεσμά αμίλητος μονάζει,
Εκεί που άλλος με νεράιδες και ξωθιές συνομιλεί
κι άλλος στο μεροκάματο ιδροκοπά και λιώνει,
Εκεί που άλλος τον ήρωα παριστάνει ή τον γραφιά
κι αδιάκοπα άλλος μάχεται σε ουρανοδρομίες,
Εκεί που γι’ άλλον οι άνεμοι μανίζουν κι αλυχτούν
και γι’ άλλον το αγιόκλημα ανθεί και βαλαντώνει,
Εκεί που άλλος στου πόνου το κλινάρι ασφυκτιά
κι άλλος ανερυθρίαστα την ευρωστία του περιφέρει,
Εκεί που άλλος ανέστιος στα ηφαίστεια οδοιπορεί
και άλλος μες στις ανέσεις του πλήττει αγκουσεμένος,
Σ’ αυτό το καταφιλημένο απ’ την αλμύρα λιακωτό
που όποιος κοντοστάθηκε έστω και μια φορά
κι ό,τι ένιωσε δεν ξέφτισε, γιατί τον όρισε βαθιά,
Εκεί θέτω απόψε, με μένα να λογαριαστώ κι εγώ
κι ίσως λυγίσω, ή αντέξω όρθια πάλι να σταθώ,
με κρύο, μ’ ομίχλη, με βροχή, με χιόνι, ή με ζέστη,
να πω πως φάνηκε ένα Φως. Και ναι. Αληθώς Ανέστη.