Λίγο πριν φτάσει ο Μάιος,
λίγο πριν φύγει ο Απρίλης,
το δρόμο πήρα το γνωστό,
εκεί που ανθίζει το βουνό.
Είχα τα χέρια μου αδειανά,
σύννεφα στην καρδιά μου
τραγούδια άλικα στ’ αυτιά,
γι’ άπιαστα όνειρα, παλιά.
Έκανα μέσα μου μια ευχή
μήπως και βρω μιαν άκρη,
να σπάσει η ανάγκη η βαριά,
που μου ’χει δέσει τα φτερά.
Μα ποιος ν’ ακούσει εκεί κοντά
και ποιος να με συντρέξει;
Ως κι ο Θεός έχει δουλειά,
στ’ αγώι χιονίσει βρέξει.
Στάθηκα σε μια λαγκαδιά
που ήλιος δεν τη φιλούσε
κι ήταν υγρά τα χώματα
και γλίστρες τα πετρώματα.
Τότε τα είδα σαν γροθιές,
ντούρα, γεμάτα σάρκα
στην τύρφη να στοιχίζονται,
στη σκιά να βιοπορίζονται.
Αχ αμανίτες ταπεινοί,
το μάτι δεν σας πιάνει.
Τι σκοτεινιά και τι αυγή
να γεύεστε σ’ αυτή τη γη;
Ποια Μούσα και ποιος μάστορας
σμίλεψε τη θωριά σας,
το νόημα ν’ αφουγκραστώ,
μπας και λιγάκι στυλωθώ;
Ούτε φωνή ακούστηκε,
ούτε και νεύμα εφάνη
κι έμεινα εκεί να τους θωρώ
και να θαυμάζω, ν’ απορώ.
Ώσπου έμειναν στη σκέψη μου,
φυτρώσαν στην καρδιά μου.
Σαν αμανίτης πια κι εγώ
θα τον παλέψω τον καιρό.