Το καλοκαίρι πάντα εσένα θα θυμίζει.
Η ομορφιά σου σαν αιθέρας θ’ αρμενίζει
πάνω από πέλαγα, βουνά και πολιτείες
και θα μυρώνει των καιρών τις αλχημείες.
Στον ενεστώτα εγώ για σένα θα μιλάω,
θα ’σαι μαζί μου όπου σταθώ και όπου πάω.
Είδαν οι Μοίρες την καρδιά σου χρυσαφένια
κι είπαν «ας γίνει ελαφριά σα συννεφένια».
Μαζί βαδίζαμε σχεδόν είκοσι χρόνια
και μάχες δίναμε στα μαρμαρένια αλώνια.
Εσύ ηλιαχτίδα μου κι εγώ μια ανεμώνα
την άνοιξη έφερνες σε κάθε μου χειμώνα.
Δεν λείπεις, όχι, λέω πάντα στον εαυτό μου,
είσαι κομμάτι απ’ την ψυχή και το μυαλό μου.
Απλά, στιγμές είναι τον μπούσουλα που χάνω
κι είσαι ψηλά, πολύ ψηλά και δεν σε φτάνω.
Στείλε μου χάδι, ένα σημάδι στο πορτέλο,
για να κεντήσω σταυραητούς στο μαύρο βέλο.
Πυκνώνουν, Φως μου, οι λυγμοί στα βήματά μου
και λιγοστεύουν τα ταξίδια στα όνειρά μου.