Χθες θα γιόρταζε η αδερφή ψυχή μου που αναλήφθηκε
μαραγκιάζοντας κάθε μου καλοκαίρι
Αναρίθμητες εστίες πικραμύγδαλου
φουντώνουν σε ολόκληρη την επικράτεια
ενώ κάποιοι αμέριμνοι και άχαροι περδικολαλούν
«Των οικιών ημών εμπιπραμένων, ημείς άδομεν»…
Κράτησα στη χούφτα μου το ομοίωμα ενός πλατωνιού
Μη μαραζώνεις, αγάντα. Θα επιστρέψουμε
ψιθύρισε το ανεπαίσθητο χνώτο του
Σκουριασμένα ρόπτρα μονολογούσαν ότι όλες οι απαντοχές
μπάρκαραν αποφασισμένες ν’ αγνοηθεί η τύχη τους
Κολάτσισα με λίγο άργιλο
και το σώμα μου άνθισε τις ρίζες ενός παράξενου μεσαιωνικού φυτού
Κοίταξα πίσω μου για να βεβαιωθώ ότι ο Μίνωας με ακολουθεί
και μια αρμαθιά νησιά με περιγέλασαν
Θυμήθηκα τους χαρωπούς συμμαθητές
που έσκαβαν παρτέρια στα ηφαίστεια
κι άθελά τους αποκάλυπταν νωπό θυμίαμα
Δεν σ’ αναζήτησα όπως συνήθως
Μοναχός του ξεκοκαλίζει ο καθένας το απροσδόκητο
Είναι ακάλυπτη επιταγή της ειμαρμένης,
ίσως και ένα ίχνος ερωδιού σε αποφλοιωμένη έρημο
Γέμισαν μαύρα τσεμπέρια οι θημωνιές
Εκεί που αντιπάλευαν οι ερωτιδείς καπνός ανάβλυσε
Σε κουτσοπόδαρα ανάκλιντρα εφησυχάζουν οι επιφανείς
και ούτε ανάσα ούτε δαχτυλιά στα χαρακώματα
Καμιά φορά στοιχειά αμανέδες γρατζουνώ
όταν αποστραγγίζεται από το σώμα μου ο ιχώρ
Να ελπίζω μου υπενθυμίζουν τα τεριρέμ
Να επιβιώνω έστω και στα θρύμματα
με ραπίζει το λάκτισμα του δελφινιού
Να πλάθω λαλάγγια
μελώνοντας κάθε κραυγή που παραστράτισε
κανοναρχεί η Παναγία η Λαμπηδόνα
Να υψώνω τα μπράτσα λαίμαργα
μέχρι εκεί που το φεγγάρι πελαγοδρομεί
χρησμοδοτεί ο Πρωτέας
Έτσι που πρέπει να μπορεί
κάθε υποψιασμένος άνθρωπος
Όλα τα όσια και τα ιερά τ’ ομολογούν
πως όσο είμαι εδώ και γράφω, είμαι εσύ
Είμαι και όσοι προηγήθηκαν και όσοι έπονται
Είμαι η αύρα στην καρδιά του καύσωνα
κι η καθαρότατη πηγή στα έγκατα του αντικυκλώνα
Είμαι το αντίδοτο στα ριζοβούνια του Κακού,
το ειλητάριο με την ευχή του αγιασμού
Είμαι η αγγελοφτερούγα σου
όταν ξέπνοος παραδίνεσαι στον ολοφυρμό
Είμαι εδώ, αγάπη μου, ως τη νομοτέλεια
Είμαι εδώ έτσι που πρέπει να μπορώ.