Ο λέοντας του Πειραιά
αδιάκοπα εποπτεύει
ό,τι έχει ρίξει άγκυρα
και ό,τι ταξιδεύει.
Είναι φρουρός ακοίμητος,
δεν τρώει και δεν πίνει
και όλα όσα του στέρησαν
απλόχερα τα δίνει.
Αν στα ποδάρια του μπροστά
λιγάκι ξαποστάσεις,
θα νιώσεις απ’ το αίμα σου
να σβήνουν οι αντιστάσεις.
Θα γίνουν σαν τα πούπουλα
οι φόβοι κι οι αντιρρήσεις
και όλα τα διλήμματα
θα βρούνε απαντήσεις.
Θα μοιάσει η ωμοπλάτη σου
με πλώρη χελιδόνι
και ούτε στα ερημόνησα
δεν θ’ αρμενίζεις μόνη.
Θα νιώσεις και την κεφαλή
ανάλαφρη σημαία
κι αν και τα ναύλα πληρωθείς,
θ’ αρχίσουν τα ωραία.
Μονάχα να μη γελαστείς
κι αφήσεις την καρδιά σου
να λύσει κάβο αστόχαστα
μακριά απ’ τα όνειρά σου.
Κι όταν γλυκά το σούρουπο
θα πιάσει βάρδια ο φάρος,
στου λέοντα την αγκαλιά
να προσγειωθείς σαν γλάρος.