Σαν ξημερώνει τα πουλιά
τον ήλιο χαιρετίζουν
κι όσοι έχουν λεύτερη καρδιά
μαζί τους πεταρίζουν.
Σαν ξημερώνει ο ουρανός
στο φως ανοίγει χώρο
κι από τη νύχτα κόβει ευθύς
κάθε ομφάλιο λώρο.
Σαν ξημερώνει εγώ κι εσύ
ξεχνάμε τα όνειρά μας.
Ντυνόμαστε, πλενόμαστε
και πάμε στη δουλειά μας.
Μα κάπου γύρω εκεί κοντά
ή λίγο πιο μακριά μας
μια άλλη μέρα, άλλη αρχή
ξυπνάει στα κρυφά μας.
Ίσως να είναι ανάλαφρου
φιλιού κροκάτη γάζα,
ή ένα αγριολούλουδο
που φύτρωσε στα μπάζα.
Ή να ’ναι μια ψαρόβαρκα
που αργά αργά επιστρέφει
κι ένα παιδί των φαναριών
τη βλέπει από του Στρέφη.
Μπορεί γλυκιά μια μουσική
απ’ το μπαλκόνι πλάι
να κλαίει για μιαν άγνωστη
Μαντάμα Μπατερφλάι.
Σαν ξημερώνει, μάτια μου,
κάθε παλιό μας τραύμα
πεθαίνει για να γεννηθεί
ένα καινούργιο θαύμα.
Σαν ξημερώνει κράτα μου
μ’ απόφαση το χέρι,
μαζί να το χτυπήσουμε
στου πόνου το μαχαίρι.
Κι αν πάλι είναι το γραφτό
να μείνουμε στον πάγκο,
εσύ αν στέκεις πλάι μου
εγώ δεν δίνω φράγκο!