Μελτέμι ήρθε απ’ το βοριά κι έβρεξε πεφταστέρια
κι εσύ σαν άμμος γλίστρησες μες απ’ τα δυο μου χέρια.
Δεν ήσουνα κυματισμός ή αύρα του πελάγου,
γιατί είχες στ’ ακροδάχτυλα το άγγιγμα του πάγου.
Εγώ στη φουσκοθαλασσιά βουτούσα σα δελφίνι
κι εσύ σκαφάτος ρέμβαζες από το φινιστρίνι.
Δεν ξέρει ο μάγκας ο έρωτας τι κάνει ώρες ώρες.
και πέμπει μιαν απανεμιά ανάμεσα στις μπόρες.
Κι αν σ’ εύρει μπόσικο πολύ, μ’ αφύλακτη την πύλη,
με την αυγή έχεις καρδιά, τη χάνεις πριν το δείλι.
Μα όσα φέρνει ο έρωτας, τα παίρνει πίσω ο χρόνος
κι εκεί που λες πως άραξες, ξανά αρμενίζεις μόνος.
Δεν είναι η αγάπη απάνεμο λιμάνι σε νησάκι.
Τιμόνι θέλει στιβαρό κι εφόδια στο δισάκι.
Κι όποιος θαρρεί τα κάστρα της πως εύκολα πατάει,
αλλού πάντα θα βρίσκεται κι αλλού θα κολυμπάει.