Μες στου βουνού την αγκαλιά και πλάι στην αλμύρα
ξωμένει μια αρχόντισσα σε κήπο θρονιασμένη.
Δεν έχει πλούτη αμύθητα και δεν φορεί πορφύρα.
Τα διαβατάρικα πουλιά σιμά της απαγκιάζουν.
Στα μάτια της δροσόνερα και μύρα αναβλύζουν.
Αρκεί από ένα βλέμμα της να πιείς για ν’ ανασάνεις.
Και όσα βάσανα, καημοί και φόβοι σ’ απελπίζουν,
ευθύς χάνουν το αίτιο που σε κρατά δεσμώτη.
Κουρσάρους θαλασσόδαρτους, ψαράδες ροζιασμένους
και σμάρια ταξιδιάρηδες, ανθούς της ναυτοσύνης,
σ’ άλλους καιρούς, ανάποδους, καραβοτσακισμένους,
στο θώκο της περμάζεψε, σώζοντας τη ζωή τους.
Αρκούσε μια αναλαμπή σα φάρος στο σκοτάδι,
τα χέρια της στη θάλασσα να σβήσουν τη φουρτούνα.
Πολλοί αυτοί που ένιωσαν γλυκύτατο ένα χάδι,
φορές που όλα έδειχναν στο διάβα τους χαμένα.
Κι ένα παιδί αμούστακο που στάθηκε μια μέρα,
με δάκρυ και με ταραχή στη θύρα της απέξω,
σαν άνοιξε την αγκαλιά και του ’πε παραμύθι,
στυλώθηκε και ψέλλισε: πονάω μα θ’ αντέξω.
Με την καρδιά αφέγγαρη, στεγνή και πικραμένη
στη χάρη Της δεήθηκα, αυγή ήταν, καλοκαίρι,
να μπω ξανά στη θάλασσα, να ζήσω το ταξίδι
και μια ανάρια δύναμη με πήρε από το χέρι.
Αν κάποτε βρεθείτε εκεί που νύχτα μέρα φέγγει
κι η θάλασσα με το βουνό σμίγουν σε ένα σώμα,
κοντοσταθείτε μια στιγμή κι απλά αφουγκραστείτε
την Καλομάνα να κεντά στο πέτρινό της δώμα.
Παναγιά μου Λαμπηδόνα, φώτισέ με στον αγώνα.
Πηλιορείτικη Μαντόνα, δες κι εμέ την ανεμώνα.