Τι κόσμος είναι αυτός, μπαμπά,
πληθύναν οι φονιάδες
κι οι δικηγόροι στα λεφτά
κάνουνε τεμενάδες.
Τι κόσμος είναι αυτός, μαμά,
φουντώνει και κορώνει
κι αυτός που ανάβει τη φωτιά
γλεντά και καμαρώνει.
Τι κόσμος είναι αυτός, παππού,
παντού ξέρες κι αγκάθια
κι αντί για τον βαρύ γλυκό
σερβίρουν κατακάθια.
Τι κόσμος είναι αυτός, γιαγιά,
δυο σόγια οι κυβερνήτες
και όσοι ζοχαδιάζονται,
φουντάρουν σαν κομήτες.
Τι κόσμος είναι αυτός, γιατρέ,
λυπήσου μας λιγάκι,
που ως κι ο Χάρος έμαθε
να παίρνει φακελάκι.
Τι κόσμος είναι αυτός, παιδιά,
κιοτέψαν κι οι δασκάλοι.
Θηρία μαύρα στα σχολειά
σηκώσανε κεφάλι.
Τι κόσμος είναι πια αυτός,
κονσέρβες για σαρδέλες
και ως και μες στη μύτη μας
ξαπλώστρες και ομπρέλες.
Τι κόσμος είναι απόκοσμος
που μου ’λαχε να ζήσω;
Με τι ψυχή και τι κορμί
και πώς να καζαντίσω;
Ελλάδα τσακμακόπετρα
στης γης το δαχτυλίδι,
που κάποτε ήσουν λέοντας
και τώρα σαμιαμίδι,
αν θες πατρίδα να σε πω
και να το νιώσω πάλι,
τον εαυτό σου ψάξε βρες
μέσα σ’ αυτό το χάλι.
Κι όση ζωή μου μέλλεται
στα χέρια σου να ζήσω,
για πάρ’ το πάλι απ’ την αρχή
να σε ξαναψηφίσω.
Τάσσος, “Το κορίτσι με τα μικρά δέντρα”